κριβανίτης

κριβανίτης
κριβανίτης, ὁ (Α)
βλ. κλιβανίτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κριβανίτης — κρῑ̱βανίτης , κριβανίτης baked in a pan masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριβανίτας — κρῑ̱βανίτᾱς , κριβανίτης baked in a pan masc acc pl κρῑ̱βανίτᾱς , κριβανίτης baked in a pan masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιβανίτης — και κριβανίτης, ὁ (Α) 1. (για άρτο) ο ψημένος σε φούρνο, κλιβανωτός* 2. (κωμ. φρ.) «βοῦς κριβανίτας» βόδια φουρνιστά, ψημένα στον φούρνο, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίβανος ή κρίβανος + κατάλ. ίτης (πρβλ. ερημ ίτης, στεφαν ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • κριβανιτῶν — κρῑ̱βανιτῶν , κριβανίτης baked in a pan masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριβανίταις — κρῑ̱βανίταις , κριβανίτης baked in a pan masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριβανίτην — κρῑ̱βανίτην , κριβανίτης baked in a pan masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”